θάττων

θάττων
θάσσω
sit
pres part act masc nom sg (attic)
θά̱ττων , θάσσων
masc/fem nom comp sg (attic)
θά̱ττων , ταχύς
swift
masc/fem nom comp sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θάσσων — θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, ον (Α) (συγκρ. τού ταχύς) ταχύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς] …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԳԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c մ. ταχέως, θᾶττων cito, citius Արագ. արագ արագ. *Հասանելով ʼի վերայ արագապէս. Պիտ.: *Արագապէս մտառեալ լսէ. Նար. ՟Հ՟Ե: *Արագապէս խողխողեցայք: Արագապէս զոյգ ընդ բանին, եւ այլն. Շար.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”